- κανίας
- κανίας, ὁ (Α)(αμφιβ. γρφ. στον Ησύχ.) κάλαθος, καλάθι.[ΕΤΥΜΟΛ. Αν η γραφή είναι ορθή, συνδέεται προφανώς με τα κάνεον*, κάνης* και εμφανίζει την κατάλ. -ίας*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κανίας — κανίᾱς , κανίας little basket masc acc pl κανίᾱς , κανίας little basket masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελ Σαλβαδόρ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ελ Σαλβαδόρ Έκταση: 21.041 τ. χλμ Πληθυσμός: 6.178.700 κάτ. (2003) Πρωτεύουσα: Σαν Σαλβαδόρ (504.000 κάτ. το 2003)Κράτος της Κεντρικής Αμερικής. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γουατεμάλα και στα Α με την Ονδούρα, ενώ στα… … Dictionary of Greek